- καρνάγιο
- τοβλ. καρενάγιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρενάγιο — και καρνάγιο, το ναυτ. 1. ομαλός αιγιαλός όπου τα μικρά πλοία τροπίζονται, δηλ. γέρνουν προς τη μια πλευρά τους ώσπου η καρίνα τους, η τρόπιδα, να φθάσει ώς την επιφάνεια τής θάλασσας, προκειμένου να γίνει επιθεώρηση, καθαρισμός ή επισκευή τους,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ναυτικό Θήρας — Το Ναυτικό Μουσείο Θήρας ιδρύθηκε το 1956, με πρωτοβουλία του πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού Αντώνη Δακορώνια. Από το 1990 στεγάζεται σε ένα αποκαταστημένο στην αρχική του μορφή καπετανόσπιτο που δωρήθηκε στο μουσείο από την οικογένεια… … Dictionary of Greek